- τροχαιοχόρειος
- τροχαιοχόρειος, ὁ,A trochee and tribrach ([pron. full] ¯ ?τροχαιοχόρειοςX|[pron. full] ?τροχαιοχόρειοςX?τροχαιοχόρειοςX?τροχαιοχόρειοςX), Tz. in An. Ox.3.307.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχαιοχόρειος — ὁ, Μ (στη μετρική) ο τροχαίος και τρίβραχυς ∪∪∪∪. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + χορεῖος] … Dictionary of Greek